ανθρακεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. φτιάχνω ξυλοκάρβουνο: Τους απαγόρεψαν να ανθρακεύουν στο δάσος του χωριού. 2. προμηθεύομαι γαιάνθρακες για την κίνηση πλοίου ή σιδηρόδρομου: Ανθράκευσαν στη Νεάπολη και κατόπι συνέχισαν το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠνθρακευμένα — ἀνθρακεύω make charcoal perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθρακευμένᾱ , ἀνθρακεύω make charcoal perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθρακευμένᾱ , ἀνθρακεύω make charcoal perf part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακευόντων — ἀνθρακεύω make charcoal pres part act masc/neut gen pl ἀνθρακεύω make charcoal pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακευομένοις — ἀνθρακεύω make charcoal pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακεύειν — ἀνθρακεύω make charcoal pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακεύεται — ἀνθρακεύω make charcoal pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακεύσαντες — ἀνθρακεύω make charcoal aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] … Dictionary of Greek
ανθρακίζω — (AM ἀνθρακίζω) 1. ανθρακεύω* 2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά μσν. μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο άνθρακα … Dictionary of Greek